- ηλεκτροφωτίζω
- ηλεκτροφώτισα, ηλεκτροφωτίστηκα, ηλεκτροφωτισμένος1. φωτίζω με ηλεκτρικό φως: Οι κεντρικοί δρόμοι στις πόλεις ηλεκτροφωτίζονται καλά.2. κατασκευάζω δίκτυο ηλεκτροφωτισμού: Πριν από 30 χρόνια δεν είχαν ηλεκτροφωτιστεί όλες οι περιοχές της Ελλάδας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.